συγύρισμα

συγύρισμα
το
1. τακτοποίηση: Το σπίτι χρειάζεται συγύρισμα.
2. μτφ., τιμωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγύρισμα — το, Ν [συγυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγυρίζω 2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες …   Dictionary of Greek

  • βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία …   Dictionary of Greek

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπισμός — ο (Μ εὐτρεπισμός) [ευτρεπίζω] τακτοποίηση, συγύρισμα μσν. προπαρασκευή, προετοιμασία …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπιστής — ο, θηλ. ευτρεπίστρια (Α εὐτρεπιστής) [ευτρεπίζω] αυτός που ευτρεπίζει, που τακτοποιεί, που παρασκευάζει, ο ευπρεπιστής νεοελλ. η ευτρεπίστρια η γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τον ευτρεπισμό, το συγύρισμα, τον καθαρισμό σπιτιών, γραφείων,… …   Dictionary of Greek

  • λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… …   Dictionary of Greek

  • νοικοκύρεμα — και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω] ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα …   Dictionary of Greek

  • συγύρι — και συγύριο και σύγυρο και σύγιουρο, το, Ν 1. συγύρισμα, τακτοποίηση 2. κάθε εξωτερικός χώρος οικίας, όπως είναι λ.χ. η αυλή ή ο κήπος 3. (κυρίως στον πληθ.) τα συγύρια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο τού ρ. συγυρίζω (πρβλ. εγκώμιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”